- κρατητικός
- κρατητικός, -ή, -όν (Α) [κρατώ]1. ο ικανός να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί2. ο ικανός να επικρατεί, να νικά («νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», Πλάτ.)3. ιατρ. αυτός που συντελεί σε παρεμπόδιση, αναχαιτιστικός, συγκρατητικός («κρατητικὸς συλλήψεως», Αέτ.).
Dictionary of Greek. 2013.